- φοβερόμματος
- -ον, Ααυτός που έχει μάτια τα οποία προξενούν φόβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + -όμματος (< ὄμμα, -ατος), πρβλ. γλαυκ-όμματος, μελαν-όμματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοβερόφθαλμος — ον, Α αυτός τού οποίου τα μάτια προξενούν φόβο, φοβερόμματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλ όφθαλμος, μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek